RSS

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Αν ζούσε ο Τσε, ή Hasta la vitória siempre…


«Τα θυμάμαι όλα σαν να έγιναν χθες…Ο Willy ανέβηκε πρώτος, ήταν αρχηγός της δεύτερης ομάδας. Είχαμε σχεδόν φτάσει στη κορυφή της χαράδρας όταν τους ακούσαμε…». Ο ηλικιωμένος άνδρας που κάθεται απέναντί μου μιλάει με απαλή τρεμάμενη φωνή, τα μάτια του λάμπουν. Ξαφνικά συνειδητοποιώ τους λόγους για τους οποίους έγινε παγκόσμιο σύμβολο. «Άρχισαν να πυροβολούν. Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα γίνονταν αν
με είχε πετύχει κάποια σφαίρα, ευτυχώς απλώς με γρατσούνισαν» λέει δείχνοντάς μου το πόδι του. «Έχω ακόμη την ουλή, το ξέρεις;». Χαμογελά, «Η τύχη ήταν με το μέρος μου. Λίγα λεπτά αργότερα βγήκαμε από τη χαράδρα ασφαλείς, ποτέ δεν κοιτάξαμε πίσω».
Ντυμένος με ένα ακριβό κοστούμι, λεπτός και μαυρισμένος, παρά τα 82 του χρόνια, ο πρόεδρος του ιδρύματος Guevara δεν μοιάζει καθόλου με τον μαρξιστή επαναστάτη, το πορτρέτο του οποίου στόλιζε κάποτε όλα σχεδόν τα φοιτητικά δωμάτια του πλανήτη. Και φυσικά, η εκστρατεία στη Βολιβία το 1967, δεν ήταν η μόνη φορά που ο Τσε συνάντησε το θάνατο. Τρία χρόνια αργότερα, αφού είχε εξαφανισθεί χωρίς να αφήσει ίχνος, παραλίγο να σκοτωθεί από μια αμερικανική βόμβα στο Βόρειο Βιετνάμ. Το 1975 τραυματίστηκε στο χέρι στη διάρκεια ανταλλαγής πυρών με μια βρετανική περίπολο στο νότιο Armagh. Δυο χρόνια μετά, πυροβολήθηκε στον ώμο στην Αγκόλα. «Ο Τσε είναι απέθαντος» μου λέει, γελώντας δυνατά. Και δεν αστειεύεται.
Στις αρχές της δεκαετίας του `80, ο Τσε κουράστηκε να κρύβεται. Ήδη πενήντα και κάτι, είχε από καιρό αποφασίσει να βρει άλλο τρόπο για να αλλάξει τον κόσμο. «Κατάλαβα πως δεν μπορείς να νικήσεις τον καπιταλισμό με τα όπλα» χαμογελάει, «μπορείς όμως να τον γονατίσεις από μέσα…».
Ίσως αυτό να εξηγεί και την αγωγή που έκανε με σκοπό να κερδίσει τα δικαιώματα χρήσης της εικόνας του. Σήμερα όλα τα κέρδη από τις πωλήσεις T-shirts και αφισών, καταλήγουν στο ίδρυμά του στην Αβάνα. «Διαθέτουμε παραρτήματα στη Κούβα, στη πόλη Ho Chi Minh, στη Σαγκάη, στο Καράκας, και στο Παρίσι» λέει περήφανος. «Μπορεί μια μέρα να ανοίξουμε παράρτημα και στο Λονδίνο. Γιατί όχι;».
Η ζωή του όμως δεν είναι μόνο ακριβά κοστούμια και ιδιωτικά αεροπλάνα. Ο πρώην αντάρτης και νυν φιλάνθρωπος αποτελεί ακόμη και σήμερα στόχο των Κουβανών εξόριστων, ενώ ξοδεύει εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο για τη προστασία του. Στα αμερικανικά δικαστήρια συνεχίζει να χρονίζει μια αγωγή εναντίον του, από συγγενείς θυμάτων της κουβανικής επανάστασης. Τα προβλήματα που έχει σε σχέση με την έκδοση βίζας, σημαίνουν πως δεν μπορεί ποτέ να εισέλθει στις ΗΠΑ, αν και κάποτε είχε χειραψία με τον πρόεδρο Κλίντον σε μια δεξίωση στο Μπέλφαστ. Και περιέργως, δεν έχει ποτέ επιστρέψει στη Βολιβία από τότε που κόντεψε να πεθάνει εκεί το 1967.
Όμως δεν μετανιώνει για τίποτα. Η κερδοφόρα επιχείρηση που στήθηκε μέσω του ιδρύματος Guevara, συνεχώς επεκτείνεται. Ειδικά στη Λατινική Αμερική, στη Κίνα και στην υποσαχάρια Αφρική.
Και καθώς ξεκινάω να φύγω από το πολυτελές γραφείο του στην Αβάνα, παίρνοντας μαζί μου τις φωτογραφίες που τον απεικονίζουν παρέα με τον Μπόνο, τον Μπόμπ Γκέλντοφ, και τη Πριγκίπισσα Ντι, με καλεί πίσω. «Πιάσε…» μου φωνάζει, πετάγοντας μου κάτι. «Είναι το τελευταίο μας προϊόν». Το πιάνω στα χέρια μου και το κοιτάω. Είναι ένα μικρό πλαστικό βραχιολάκι με μικρά γράμματα: Hasta la vitória siempre…
The New Statesman
Απόδοση:Strange Attractor
Antinews

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου