RSS

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Το μεσημέρι καίει το μέτωπό σου


Από το πρωί έχει γραφτεί κι έχει ακουστεί ό,τι βάζει ο νους του καθενός για το θλιβερό γεγονός. Χρειάζεται να περάσει ένα διάστημα για να εξαγάγει κανείς ασφαλή συμπεράσματα. Μια ξεχωριστή ανάρτηση παρακάτω για να ελαφρύνουμε τη διάθεση:

« Δε θα πήγαινα ποτέ στην Ελλάδα αν δεν ήταν αυτό το κορίτσι, η Μπέτυ Ράιαν (…)».
Η πρώτη φράση του Μίλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» έχει να μας πει πολλά, ίσως περισσότερα από τις υπόλοιπες 224 σελίδες, στις οποίες παρακολουθούμε την απίθανη προσπάθεια του συγγραφέα να μιλήσει για το φως που πέφτει τα μεσημέρια στην Επίδαυρο, τις Μυκήνες, την Κέρκυρα ή την Ύδρα. Με άλλα λόγια, αν θέλουμε να φλυαρήσουμε σχετικά με τα μεσημέρια του καλοκαιριού, αντί να
παρακολουθούμε τις λεκτικές ακροβασίες του κεραυνοβολημένου Μίλερ, που μιλάει για φωτοβόλο ταξίδι, αιθέριο φως και βάπτισμα στο φως, θα αρκούσε ίσως να διαβάσουμε συλλαβιστά το όνομα Μπέτυ Ράιαν.
Κάθε χρόνο λίγο μετά τις δέκα Ιουνίου συμβαίνει ξαφνικά σε όλους όσοι δεν διστάζουν να κοιτάξουν κατευθείαν προς το κέντρο του ήλιου. Αυτό που συμβαίνει δεν μπορεί να περιγραφεί με σαφήνεια κι ούτε έχει όνομα. Ας πούμε ότι έχει στενή σχέση με την ξαφνική μανία για παγωτό καϊμάκι στις 4 και τέταρτο ακριβώς ή με την αίσθηση της πατούσας στο σημείο της αμμουδιάς που το κύμα αρχίζει να επιστρέφει. Ο Μίλερ παραπονιέται ότι, όταν μιλάει για την Ελλάδα, ο Λώρενς Ντάρελ συγχέει το όνειρο με την πραγματικότητα και το μυθολογικό με το ιστορικό. Αν ήμαστε απ’ αυτούς που νιώθουν άνετα μόνο εντός της ασφάλειας των ορισμών, θα είχαμε βρει στις παραπάνω λέξεις μια πρώτης τάξεως περιγραφή. Τα καλοκαιρινά μεσημέρια είναι ο τόπος που η πραγματικότητα εισβάλει, με φόρα μερικών χιλιάδων χιλιομέτρων, στο όνειρο.
Περπατάς στην Πανεπιστημίου και ρίχνεις γρήγορες ματιές στα κορίτσια που κάνουν διάλειμμα τρώγοντας σάντουιτς μπροστά στις βιτρίνες του Άττικα. Ξεθεωμένες πωλήτριες, άθλια βαμμένα κορίτσια που ψεκάζουν τους πελάτες με μια ντουζίνα αρώματα, περιπτεράδες και επιβάτες του αργοπορημένου και χωρίς κλιματισμό μετρό. Παρ’ όλη την αξιοθρήνητη αυτή κατάσταση, υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του τρίωρου 2 με 5 ανταλλάσσονται καθημερινά περίπου 15 ραβασάκια με τηλέφωνα και γλυκόλογα.
Στα στενά της πόλης, τα δάχτυλα που αργοπεθαίνουν πάνω σε ταμειακές μηχανές στέκονται για τρία λεπτά δίπλα στην πόρτα κρατώντας ένα ακόμη τσιγάρο. Παρ’ όλο που οι τσάντες είναι πολύ βαριές και τα πορτοφόλια πολύ ελαφριά, οι πελάτες εξακολουθούν να νιώθουν εκείνη τη γνωστή αμηχανία κάθε φορά που χαμογελούν διστακτικά στο κορίτσι με την άκομψη κίτρινη στολή του σούπερ μάρκετ. Τα κορίτσια ανταποδίδουν, ενώ αν είσαι τυχερός ίσως να πετύχεις ένα απ’ τα χιλιάδες κλεφτά φιλιά που χαρίζονται στη μέση μιας αργοκίνητης ουράς.
Στα λεωφορεία γάμπες και μάτια επιμένουν να συναντιούνται μερικές δεκάδες φορές κάθε δευτερόλεπτο. Η δυσοσμία και το φανάρι που αρνείται πεισματικά ν’ ανάψει δημιουργεί έναν ανεκδιήγητο εκνευρισμό. Μοναδικό αντίδοτο προσφέρει ο ηλεκτρικός, αφού, παρά την ταλαιπωρία απ’ τα αιωνίως εκτελούμενα έργα του, λέγεται ότι στην τελευταία στάση του κρύβει την αληθινή ωραία Πύλη, αυτή δηλαδή που οδηγεί στην Πάτμο, την Αμοργό και καμιά φορά την Αστυπάλαια.
Στις πλατείες το τσιμέντο διπλασιάζει αυτό που μετριέται σε Κελσίου, ενώ τα σιντριβάνια που έφτιαξαν οι δήμαρχοι παραμένουν πιο βρώμικα απ’ τους ίδιους τους τοπικούς άρχοντες. Περνώντας δίπλα τους, αναπολείς την παγωμένη λεμονάδα που έφτιαχνε η θεία μιας φίλης της πρώην κοπέλας σου. Η λεμονάδα μού θυμίζει το λευκό βότσαλο που μάζεψα ένα μεσημέρι στον Μύρτο ή στη γριά βάθρα στη Σαμοθράκη και δε θυμάμαι πού ακριβώς το έχω φυλάξει. Κοντοστέκομαι. Κοιτάζω καλύτερα μέσα στο άθλιο σιντριβάνι. Με μία απότομη και αποφασιστική κίνηση, βάζω το χέρι μέσα στο γκρι νερό και ξαναβρίσκω εκείνο το ίδιο βότσαλο. Καθαρό, ολόκληρο, καινούριο.
Βέβαια, όλα αυτά που προσπαθώ να σου πω ότι συμβαίνουν μεταξύ δύο και πέντε το μεσημέρι, είναι δώρο που δεν σου ανήκει δικαιωματικά. Πρέπει να το κερδίσεις με την προσωπική σου στάση. Για παράδειγμα, τα μεσημέρια του Ιουλίου δεν ξεκινάνε παρά μόνο αφού ψιθυρίσεις το κατάλληλο όνομα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Ελύτης για να γράψει στο ποίημα το μαγικό μυστικό που ήξερε από μικρό παιδί, ότι δηλαδή «Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα», έπρεπε πρώτα να χαιρετήσει την αιωνίως φευγάτη Μαρία Νεφέλη.
Σ’ αυτό το σημείο γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι, για να υπάρξει αυτός ο τόπος, πόσο μάλλον τα μεσημέρια του, χρειάζεται να ονομάσεις, ή έστω να ονειρευτείς με τα μάτια ανοιχτά, κάτι απ’ το πάθος σου. Αν ζορίζεσαι, πες έστω το μικρό της. Έτσι, σύμφωνα και με τα παραπάνω, οι συγκεκριμένες 224 σελίδες δε θα είχαν γραφτεί αν δεν υπήρχε αυτή η περίφημη Μπέτυ Ράιαν. Όπως επίσης τα μεσημέρια του καλοκαιριού δε θα σε περίμεναν ήδη λαχανιασμένα αν δεν είχες φάει εκείνο το καρπούζι κάτω απ’ το αρμυρίκι, τον Αύγουστο του 2005.
Γεια σου Μπέτυ Ράιαν. Να έπινες άραγε τζιν τόνικ;

tovytio.wordpress.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου