του Γεωργίου Ι. Μάτσου, Δ.Ν., Δικηγόρου
Το ζήτημα της λεγόμενης «απελευθέρωσης» του δικηγορικού επαγγέλματος τίθεται με τρόπο που δημιουργεί την εντύπωση ότι οι υπό κατάργηση περιορισμοί υφίστανται για λόγους συντεχνιακής προστασίας των δικηγόρων.
Όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι περισσότεροι περιορισμοί στο δικηγορικό επάγγελμα έχουν τεθεί προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας.
Από το σύνολο των φερόμενων ως υπό κατάργηση περιορισμών (αμέσως, με το υπό κατάρτιση σχέδιο νόμου ή αργότερα, με προεδρικό διάταγμα), υπάρχει μόνον ένας, που να εξυπηρετεί το συντεχνιακό συμφέρον των δικηγόρων: ο περιορισμός της γεωγραφικής αρμοδιότητας των δικηγόρων εντός της έδρας ενός μόνον Πρωτοδικείου.
Κι αυτός ακόμη ο περιορισμός έχει καταρχήν υγιή στόχευση: την προστασία των δικηγόρων της επαρχίας από την επαγγελματική τους εξόντωση από δικηγόρους μεγάλων πόλεων (κυρίως, Αθηνών και Θεσσαλονίκης). Στην επαγγελματική πραγματικότητα, όμως, ο πολίτης εμπιστεύεται πάντοτε το δικό του δικηγόρο. Οι γεωγραφικοί περιορισμοί απολήγουν έτσι, όχι μόνον στη σημαντική επαύξηση του κόστους των δικηγορικών υπηρεσιών σε άλλες πόλεις, μέσω της ανάγκης της λεγόμενης «νομιμοποίησης» του δικηγόρου της επιλογής του πολίτη από τοπικό δικηγόρο, αλλά και στην ανάπτυξη φαινομένων παρασιτισμού, με συνακόλουθη μείωση του επιπέδου παροχής δικηγορικών υπηρεσιών σε πολλές επαρχιακές πόλεις, λόγω του διασφαλισμένου εισοδήματος από τις «νομιμοποιήσεις».
Συνεπώς, αν και η κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών θα επιφέρει εισοδηματική μείωση σε πολλούς δικηγόρους επαρχίας, ωστόσο, για τους προαναφερθέντες λόγους, το μέτρο αυτό θα λειτουργήσει, αντικειμενικά, υπέρ της κοινωνίας.
Υπάρχει λοιπόν ένα και μοναδικό ζήτημα από όσα περιλαμβάνονται στο πακέτο της λεγόμενης «απελευθέρωσης» που θα λειτουργήσει υπέρ της κοινωνίας και κατά των συντεχνιακών συμφερόντων των δικηγόρων. Το ένα αυτό ζήτημα χρησιμοποιείται ως άλλοθι και για την προώθηση των εξής, ακόμη, αλλαγών:
1) Κατάργηση των ελάχιστων αμοιβών
Η πραγματικότητα είναι ότι
οι σήμερα ισχύουσες ελάχιστες αμοιβές θεσπίστηκαν όχι για να ευνοηθούν συντεχνιακά οι δικηγόροι, αλλά με το φορολογικό νόμο 2753/1999, προκειμένου να συλληφθεί η φοροδιαφυγή των δικηγόρων.
Στο άτυπο σχέδιο νόμου, που διανεμήθηκε στους δικηγορικούς συλλόγους, «καταργούνται» λεκτικά οι ελάχιστες αμοιβές του ν. 2753/1999, αλλά επανέρχονται ως «νόμιμες» αμοιβές, επί των οποίων θα υπολογίζονται οι ασφαλιστικές κρατήσεις και φορολογικές επιβαρύνσεις.
Στην πραγματικότητα, το καθεστώς αυτό δεν θα διαφέρει από το σημερινό, διότι ο δικηγόρος στην πράξη έχει την ελευθερία να εισπράξει χαμηλότερες αμοιβές (και αυτό συμβαίνει αρκετά συχνά), με τη διαφορά ότι φορολογείται υποχρεωτικά για τις ελάχιστες.
2) Δικηγορική διαφήμιση
Η απαγόρευσή αυτή υφίσταται, λόγω της εξαιρετικής σημασίας που έχει η σωστή επιλογή δικηγόρου για τον πολίτη, με κριτήρια επαγγελματικής επάρκειας, επιστημοσύνης, ήθους και καλής συμπεριφοράς.
Πρόκειται για κριτήρια που έχουν έντονο το προσωπικό στοιχείο και τα οποία δεν είναι δεκτικά διαφημιστικής απεικόνισης. Από τη φύση τους, γίνονται γνωστά κυρίως από στόμα σε στόμα. Ο πολίτης ψάχνει δικηγόρο, συνήθως ρωτώντας πρόσωπα της εμπιστοσύνης του. Έτσι, επιτυγχάνεται έμφαση στα στοιχεία της ουσιαστικής επαγγελματικής παρουσίας του δικηγόρου και όχι στο πόσο εντυπωσιακή μπορεί να είναι μια διαφημιστική καμπάνια.
3) Επαγγελματική ασφάλιση αστικής ευθύνης
Όση ικανοποιητική και αν ακούγεται η ιδέα να αποζημιώνει ο δικηγόρος τον πελάτη του, όταν τον βλάψει από επαγγελματική ανεπάρκεια, στην πράξη σπάνια τίθεται ζήτημα τέτοιας αποζημίωσης. Αυτό οφείλεται στο ότι σπάνια καταδικάζονται οι δικηγόροι να αποζημιώσουν τους πελάτες τους.
Το πρόβλημα δεν είναι δηλαδή ότι δεν ασφαλίζεται ο δικηγόρος για την περίπτωση που κληθεί να καταβάλει αποζημίωση. Το πρόβλημα είναι ότι δεν καλείται καν να καταβάλει αποζημίωση. Και δεν θα αρχίσει να αποζημιώνεται αυτόματα ο πολίτης, μόνο και μόνο επειδή θα υπάρχει η ασφάλιση.
Με δεδομένο ότι η λεγόμενη «απελευθέρωση» ουδέν προνοεί για να μεταβληθεί το καθεστώς της de facto μη ευθύνης του δικηγόρου, η υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης είναι φανερό ότι απλώς θα δημιουργήσει μια θαυμάσια αγορά για τις ασφαλιστικές εταιρίες, στην οποία δεν θα αναλαμβάνουν ιδιαίτερο ρίσκο να πληρώνουν αποζημιώσεις.
4) Πολυεπαγγελματικά γραφεία
Πρόκειται για την πιο επικίνδυνη, για την κοινωνία, μεταβολή.
Στο δικηγόρο δεν επιτρέπεται να ασκήσει σχεδόν κανένα άλλο επάγγελμα, πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων. Το άρθρο 63 του Κώδικα περί δικηγόρων ορίζει ότι «Είναι ασυμβίβαστος προς το λειτούργημα του Δικηγόρου η άσκησις ετέρας επιστήμης, τέχνης ή εμπορίας και ιδία μεσιτείας ως και πάσα εν γένει εργασία, υπηρεσία ή απασχόλησις απάδουσα εις την αξιοπρέπειαν ή ανεξαρτησίαν αυτού.»
Ένας τέτοιος περιορισμός δεν μπορεί να είναι συντεχνιακού χαρακτήρα. Πολύ θα βόλευε τους δικηγόρους, να μας επιτρεπόταν παράλληλα και κάθε άλλο επάγγελμα. Θα αξιοποιούσαμε την τεράστια εμπειρία μας, τις γνωριμίες μας και την ισχύ που μας δίδει το επάγγελμά μας, για να κάνουμε παράλληλα και άλλες δουλειές με μεγαλύτερη επιτυχία από τους υπόλοιπους πολίτες.
Πέραν όμως από τις συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού που θα δημιουργούνταν έτσι έναντι της λοιπής κοινωνίας, ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι, ο δικηγόρος να καταχραστεί την εμπιστοσύνη του πελάτη του για να αποκομίσει ιδιοτελή προσωπικά οφέλη για το άλλο του επάγγελμα.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της μεσιτείας, στο οποίο ρητώς αναφέρεται ο νόμος. Όταν αναθέσει ο πελάτης να διερευνήσει ο δικηγόρος το νομικό καθεστώς ενός ακινήτου προς αγορά, εάν ο δικηγόρος κάνει ταυτόχρονα και το μεσίτη, ενδέχεται να υπερτονίσει νομικά ελαττώματα του ακινήτου, προκειμένου να πετύχει να του πουλήσει άλλο ακίνητο, για το οποίο ανατέθηκε εντολή στο δικηγόρο ως μεσίτη.
Μια τέτοια συμπεριφορά θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα στην ανεξαρτησία και στην εντιμότητα της δικηγορικής συμβουλής. Και μόνον η ιδέα ότι ο δικηγόρος προωθεί άλλα συμφέροντα, δικά του, πέρα από τις δικηγορικές του υπηρεσίες, θα δημιουργήσει ένα γενικό ζήτημα αξιοπιστίας της δικηγορικής συμβουλής. Χώρια βέβαια τον πραγματικό κίνδυνο, στον οποίο εκτίθενται τα συμφέροντα των πελατών από τη σύγκρουση συμφερόντων, την οποία δημιουργούν οι παράλληλες απασχολήσεις του δικηγόρου.
Εάν τώρα επιτραπούν τα πολυεπαγγελματικά γραφεία, τότε στην ουσία τα επαγγελματικά ασυμβίβαστα του δικηγορικού επαγγέλματος θα αναιρεθούν στην πράξη, μέσω της σύμπραξης με επαγγελματίες άλλων κλάδων. Στο παραπάνω παράδειγμα της μεσιτείας, εάν ο δικηγόρος δημιουργήσει γραφείο από κοινού με μεσίτη, θα προσφέρει και δικηγορικές και μεσιτικές υπηρεσίες ταυτόχρονα. Και θα εκτίθεται τότε ο πελάτης του δικηγόρου σε όλους εκείνους τους κινδύνους, από τους οποίους ήθελε να τον προστατέψει ο νομοθέτης, θεσπίζοντας τα δικηγορικά ασυμβίβαστα.
5) Κεφαλαιουχικές δικηγορικές εταιρίες
Με το σημερινό καθεστώς, οι δικηγορικές εταιρίες δεν επιτρέπεται να είναι κεφαλαιουχικές. Μπορούν να είναι μόνον προσωπικές, με την έννοια ότι δεν μπορεί να παίζει ρόλο για τη διανομή των εταιρικών δικηγορικών εισοδημάτων το κεφάλαιο που εισέφερε ο κάθε εταίρος.
Και εδώ η απαγόρευση έχει σαφή κοινωνική στόχευση. Αποσκοπεί, όπως και η απαγόρευση δικηγορικής διαφήμισης, στο να παραμείνει κυρίαρχο επαγγελματικά στοιχείο η προσωπική επαγγελματική επάρκεια του κάθε δικηγόρου και όχι το ύψος των χρημάτων που εισέφερε στην εταιρία για επενδύσεις σε εξοπλισμό, κτίρια κλπ. Χρήσιμος και ο υλικός εξοπλισμός, αλλά υπέρτερα χρήσιμη για την κοινωνία η έμφαση στην προσωπική επαγγελματική επάρκεια του δικηγόρου.
6) Διατοπικές δικηγορικές εταιρίες
Η απαγόρευση να έχει μια δικηγορική εταιρία γραφεία σε περισσότερες από μία έδρες Πρωτοδικείου φαίνεται συναφής με τους γεωγραφικούς περιορισμούς στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Όμως, η απαγόρευση των διατοπικών δικηγορικών εταιριών προστατεύει πρωτίστως το δικηγορικό επάγγελμα από το φαινόμενο του γιγαντισμού.
Η αποτροπή του γιγαντισμού σε ένα επάγγελμα με αντικείμενο την απονομή της δικαιοσύνης σχετίζεται άμεσα και με την προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Όταν ήδη υπάρχει σήμερα τάση ευνοϊκότερης αντιμετώπισης ορισμένων γνωστών δικηγόρων, αντιλαμβάνεται κανείς τι θα συμβεί, εάν δημιουργηθούν γραφεία με πανελλαδική εμβέλεια.
Στις Η.Π.Α., στη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου επικρατούν διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ήθη, ο γιγαντισμός των δικηγορικών γραφείων ίσως να μην επηρεάζει ιδιαίτερα την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Στην Ελλάδα, όμως, των φοβισμένων δικαστών, πόσο ανεξάρτητη θα αποδειχθεί η δικαιοσύνη απέναντι σε ένα γραφείο των 1.500 δικηγόρων, όπως αυτό που φήμες θέλουν να ετοιμάζει μεγάλη εταιρία πληροφορικής που ήδη ελέγχει, μέσω ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, τη ροή των νομικών πληροφοριών;
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη διασφάλιση για την ανεξαρτησία της ελληνικής δικαιοσύνης από τη σκόπιμη διατήρηση του μεγέθους των δικηγορικών γραφείων σε μικρό σχετικά μέγεθος, χωρίς μεγάλη πολιτική και οικονομική ισχύ.
Συμπερασματικές διαπιστώσεις
Η λεγόμενη «απελευθέρωση» του δικηγορικού επαγγέλματος περιλαμβάνει κατάργηση περιορισμών, οι οποίοι έχουν στη μεγάλη τους πλειονότητα δεν έχουν τεθεί για την προστασία του συντεχνιακού συμφέροντος των δικηγόρων, αλλά για την προστασία της ολότητας.
Κοινός παρονομαστής όλων των προωθούμενων αλλαγών είναι η με κάθε τρόπο ευνόηση του γιγαντισμού στη δικηγορική αγορά. Διατοπικές και κεφαλαιουχικές δικηγορικές εταιρίες, πολυεπαγγελματικότητα, ασφάλιση αστικής ευθύνης και δικηγορική διαφήμιση, θα μπορούν να υποστηρίξουν μόνον οι οικονομικά ισχυρότεροι.
Τελικά, θα πληγεί, τόσο η αναγκαία ακεραιότητα και ανεξαρτησία του δικηγορικού επαγγέλματος, όσο και ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ του μεγάλου, σήμερα, αριθμού δικηγορικών γραφείων.
Με ή χωρίς Μνημόνιο, η λεγόμενη «απελευθέρωση» του δικηγορικού επαγγέλματος είναι μια διεργασία που θα πλήξει βαθιά τις υπέρ της κοινωνίας εγγυήσεις που συνοδεύουν σήμερα το δικηγορικό επάγγελμα. Το ζήτημα πρέπει να ιδωθεί από αυτή τη σκοπιά και όχι με κοινωνική εκδικητικότητα έναντι ενός, από τη φύση του, όχι ιδιαίτερα δημοφιλούς στην υπόλοιπη κοινωνία επαγγέλματος.
antinews
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου